- επαναγορεύω
- ἐπαναγορεύω (Α)1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια2. απρόσ. ἐπαναγορεύεταιγίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναγορεύεται — ἐπαναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 3rd sg ἐπαναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)